- τραυματολογικός
- travmatolojik
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τραυματολογικός — ή, ό, Ν [τραυματολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τραυματολογία … Dictionary of Greek
τραυματολογικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την τραυματολογία: Τραυματολογικό μάθημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)